- περιεκτικώς
- Αεπίρρ. βλ. περιεκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιεκτικῶς — περιεκτικός containing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικός — ή, ό / περιεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιέχω] 1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων») 2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον… … Dictionary of Greek
облише — (1*) нар. В общем виде, в целом: богоносьныи василии... о отъвьрженыихъ женитвъ въ своихъ канонѣхь... млъчаниѥмь мъножѣиша˫а прѣшьдъ... ˫ако да не словесе осквьрнить глаголъмь. рожьствьныими имены нечистоты въспомѧнѹ. ими же облише безаконьны˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιειλημμένως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «περιεκτικῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιειλημμένος τού περιλαμβάνω] … Dictionary of Greek
περιοχικώς — Μ επίρρ. περιεκτικῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. περιοχικός] … Dictionary of Greek
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek